λιμένες AP10.21
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναϊακός — ναϊακός, ή, όν (Α) [Ναϊάς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Ναϊάδες … Dictionary of Greek
Ναιακούς — Νᾱϊακούς , Ναιακός of the Naiads masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)